- περιέποντες
- περϊέποντες , περιέπωtreatpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιέπω — ΝΑ περιποιούμαι, φροντίζω (α. «περιέπω διά τιμών» β. «κροκόδειλον... περιέποντες ὡς κάλλιστα», Ηρόδ.) αρχ. 1. κακομεταχειρίζομαι («ἅτε πολεμίους περιέπεσθαι», Ηρόδ.) 2. προσέχω άγρυπνα («ἐφήδρευον τῇ τῆς λείας ἐξαποστολῇ περιέποντες», Πολ.).… … Dictionary of Greek